«Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι
Μεγαλώσαμε κι είμαστε πολύ πικραμένοι
Αυτό μονάχα μας παρηγορεί»
Λέει το ποίημα ενός σπουδαίου ποιητή.
Παρηγοριά καμιά δεν υπάρχει, ωστόσο. Μονάχα μας χαμογελούν και μας καλοδέχονται, σφίγγουν το χέρι μας και μας φουσκώνουν προσδοκίες, μέσα στα καλοραμμένα (για τη γούνα τους) κουστούμια.
Η ηθική είναι εύπλαστη εδώ και εξαγοράσιμη, λένε. Κι εγώ σφαλίζω τα μάτια, μήπως και γίνω μάρτυρας, άθελά μου, μιας ακόμα αγοραπωλησίας. Κατάλοιπα της εφηβικής επαναστατικότητας, θα πεις και αρκετοί θα σε δικαιώσουν.
Κάπου χαμηλόφωνα συζητάνε, πως η λύση θα έρθει όταν πάψουν πια οι άλλοι να ονειρεύονται. Μπαμ, στο κεφάλι με μια τηλεόραση, μετωπική σύγκρουση, κι όλη τη νύχτα θα βλέπεις διαφημίσεις.
Ο κόσμος δεν αλλάζει, σου φωνάζουν, γιατί να αλλάξει άλλωστε; Καλά δεν περνάμε; Ακόμα δουλεύουμε, μην είσαι αχάριστος, κοίτα γύρω σου τις τόσες απολύσεις. Έχουμε ζεστό φαί από τα μικροκύματα το μεσημέρι και η τηλεόραση ευτυχώς δεν έχει ειδήσεις.
Σταματώ στο περίπτερο και αγοράζω μια εφημερίδα που συμφωνεί με τον εαυτό μου. Εξαγοράζω την κίτρινη, την πράσινη, τη θαλασσί αλήθεια μου για επιβεβαίωση και όχι για να δω λίγο πιο πέρα. Εγώ την αλήθεια μου την θέλω χωρίς κηλίδες, αποχρώσεις και ερωτήματα. Εγώ την αλήθεια μου τη θέλω σίγουρη, δυνατή, ξεκάθαρη, στην επιφάνεια να κυλιέται, να μου δίνεται και να μην την κυνηγώ.
……………………………………………………………
Στο δικό μου σπίτι δεν υπάρχουν επιγραφές, δεν υπάρχουν γραμμές κατευθυντήριες, δεν μοιράστηκαν σταυρωμένα ψηφοδέλτια ποτέ, δεν έχει χώρο για «βολεψάκηδες» σε καναπέδες. Πρέπει να ιδρώσεις, να προσπαθήσεις, να κουραστείς, ένας ο δρόμος είναι. Αυτά ήξερα, τόσα μου είπαν. Κι από την άλλη, κουμπάροι, golden boys, επιταγές κρυμμένες στα μποξεράκια του υπουργού (κι άντε να ψάξεις). Άσε που κοντεύω να γίνω άθεος, με τις τόσες μοναστηριακές επιχειρήσεις…
……………………………………………………………
«Χαίρομαι που το δικό μου παιδί δεν είναι ιδεολόγος», είπε κάποιος καγχάζοντας στα μούτρα μου. Πρώτη φορά μου, ντράπηκα που είχα σκέψεις, αφού δε θα έπρεπε και μόνο προβλήματα φέρνουν. Φεύγοντας από το γραφείο εκείνη τη μέρα, ένιωσα σα να φόραγα μονάχα ένα παπούτσι.
Κουτσαίνοντας και με γυμνό το ένα σου πόδι, ως που να φτάσεις;
……………………………………………………………
Στο δικό μου μικρό σπίτι, δε γνωρίζουμε τι θα πει «σου δίνω πέντε» κι εσύ μη με ξεχνάς στην εξουσία σου όταν έρθεις, δεν κοιμόμαστε ενώ η τύχη μας δουλεύει, δεν είχαμε ποτέ στρωμένο μέλλον εμείς. Γεννηθήκαμε έτοιμοι. Με ένα μονάχα φορεμένο παπούτσι, μα περίεργα έτοιμοι…. Κι όταν πιστεύαμε σε κάτι, δεν ήταν για να φτιάξουμε εκείνο που ανήκει σε μένα ή σε σένα, μα και στους δυο μας μαζί.
Αυτά ήξερα, τόσα μου είπαν. Αλλά εσύ, μη με πιστέψεις. Ψάξε βαθύτερα και από εκεί ακόμα πιο πέρα. Κυλάει η αλήθεια, σε μια στιγμή δε στέκεται, δεν αιωρείται, δε πιάνεται στα χέρια σου μέσα, δεν περιγράφεται, βιώνεται μόνο στη έξαψη της διαδρομής.
Γι’ αυτό σου λέω, μη με πιστέψεις…