Με φώναξες άνοιξη,
δεν άνθισα όμως
δε γέμισα χρώματα φωτεινά
δεν κράτησα σφιχτά στα χέρια μου μέσα
την ελπίδα σου και τα όνειρα
Κι ύστερα,
με είπες γιορτή,
δε γνώριζα όμως
από ήχους
και εύθυμες συντροφιές
και χαρούμενα γέλια
Με ονόμασες
άνεμο,
να μπαίνω στα δάχτυλα ανάμεσα
να τρυπώνω κάτω απ’ τις πόρτες
Δεν ήξερα
-λυπάμαι-
να φυσήξω
σε πανιά
να σφυρίξω δυνατά
τις νύχτες.
Μάλλον,
δεν έχω αυτά τα όμορφα ονόματα
που μου χαρίζεις
ή ίσως, κι εσύ
με κοιτάς
για να δεις μοναχά
ομορφιά κι αγάπη
να διαφαίνονται.