Έχω αρκετές φορές αναφερθεί, από τη στήλη αυτή, στα προγράμματα «Κοινωνική Μέριμνα» και «Βοήθεια στο Σπίτι», στην προσφορά τους στις ευπαθείς ομάδες της τρίτης ηλικίας και των ατόμων με αναπηρία, καθώς και στο ζήτημα της «ομηρίας» των εργαζομένων σε αυτά.
Πέρα από το εργασιακό ζήτημα που προκύπτει, θεωρώ πως είναι δικαίωμα του κάθε Έλληνα πολίτη να γνωρίζει για τις δράσεις, τις παροχές, το σχεδιασμό του κράτους, για ένα τόσο ευαίσθητο τομέα όπως αυτόν της κοινωνικής πολιτικής.
Η χρηματοδότηση των προγραμμάτων αυτών έληγε στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους και μετά από 10 σχεδόν χρόνια επιτυχημένης λειτουργίας τους, υπήρχε ξεκάθαρα ο κίνδυνος να βρεθούν στο δρόμο 130.000 ωφελούμενοι και 4.500 εργαζόμενοι.
Αφού, λοιπόν, οι εκάστοτε κυβερνήσεις «ξεκοκάλισαν» την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, χωρίς κανέναν οργανωμένο σχεδιασμό και προγραμματισμό, η σημερινή κυβέρνηση μας ανακοίνωσε πως δε μας επιχορηγεί πλέον η «μαμά-Ευρώπη» (και ασφαλώς ευθύνεται πάντοτε αυτή και ποτέ εμείς για ό,τι κακό μας έχει συμβεί!) και ότι δυστυχώς δε δύναται να συνεχίσει την υλοποίηση του προγράμματος, τουλάχιστον με τον τρόπο που λειτουργούσε έως τώρα.
Αναρωτιέμαι, δεν το σκέφτηκε ποτέ κανείς αυτό, εδώ και τόσα χρόνια, πως κάποτε δηλαδή θα σταματήσει αυτή η κοροϊδία; Γιατί υπενθυμίζω, σε όσους εύκολα λησμονούν, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτεί ή συγχρηματοδοτεί πολλά ανάλογα έργα στο ξεκίνημά τους, σε μια προσπάθεια ανάπτυξης και προόδου, με την προϋπόθεση να μπορέσει κάποια στιγμή η ίδια η επωφελούμενη χώρα να συντηρήσει και να βελτιστοποιήσει με τις δικές της δυνάμεις τις υπηρεσίες αυτές.
Μιας και, καθώς φαίνεται (!), ο τρόπος που είχε βρει το κράτος για να επιχορηγείται ήταν αρκετά επιτυχημένος (βοήθησε άλλωστε τόσες κυβερνήσεις και τόσες δημοτικές παρατάξεις να εκλεγούν μέσα από την καλογυαλισμένη βιτρίνα του «Βοήθεια στο Σπίτι») θεώρησε πως έπρεπε να βρει ένα καλό επιχείρημα / «τέχνασμα» για να «πείσει» τους Ευρωπαίους ότι τα προγράμματα χρειάζεται να συνεχιστούν και πάλι με τη δική τους χρηματοδότηση. Υποθέτω πως δεν πρόλαβαν τα τελευταία 10 χρόνια να οργανώσουν την υπηρεσία αυτή και ζητούσαν μια ακόμα πίστωση χρημάτων και χρόνου!
Μετά «Βαΐων και κλάδων» υποδέχτηκαν την αρμόδια υπουργό Εργασίας Λούκα Κατσέλη τα κυβερνητικά στελέχη, η οποία, για άλλη μια φορά, πέτυχε, μέσα από μια νέα πρόταση και επιχειρηματολογία, την επιχορήγηση στα προγράμματα «Κοινωνική Μέριμνα» και «Βοήθεια στο Σπίτι» για ένα ακόμη έτος! Προσπαθώντας να παραβλέψω προς στιγμήν την προσωρινότητα της λύσης που βρέθηκε, εστιάζω λίγο περισσότερο στον τρόπο που πετύχαμε τη συνέχιση των προγραμμάτων και την ανανέωση των συμβάσεων των εργαζομένων.
Με τον νέο, λοιπόν, τρόπο λειτουργίας των υπηρεσιών οι εργαζόμενοι καλούνται να αναζητήσουν και να εξυπηρετήσουν …. ανέργους! Καταφέραμε να πείσουμε την Ευρώπη πως μέσα από τη λειτουργία του «Βοήθεια στο Σπίτι» ενισχύουμε την απασχολησιμότητα συγγενικών προσώπων του ηλικιωμένου. Κι αυτό, με απλά λόγια, θα πει πως αναλαμβάνοντας τη φροντίδα της γιαγιάς και του παππού βοηθάμε τον άνεργο γιο, την κόρη ή τον εγγονό να αναζητήσει εργασία ή ακόμα και να εργαστεί.
Πράγματι, τα προγράμματα αυτά έχουν και αυτόν τον έμμεσο στόχο, όχι όμως τον αποκλειστικό. Ο σημερινός σχεδιασμός υλοποίησης προϋποθέτει όλοι ανεξαιρέτως οι ηλικιωμένοι να έχουν και έναν άνεργο στο στενό οικογενειακό τους περιβάλλον, προκειμένου να ενταχθούν στο πρόγραμμα!
Έτσι, λοιπόν, θα ξαναχτυπήσουμε τις πόρτες του κάθε ηλικιωμένου και αυτή τη φορά θα αρχίσουμε να τους ρωτάμε αν έχουν κανέναν άνεργο στο σπίτι γιατί διαφορετικά θα πρέπει να διαγραφούν από το πρόγραμμα…. Θα μπω λοιπόν, στο σπίτι μιας γιαγιάς σε ένα μικρό χωριουδάκι, ας πούμε τον Άγιο Μάρκο του πρώην Δήμου Κρουσσών, και θα της ζητήσω να βρει ανέργους για να συνεχίζω να παρακολουθώ το σάκχαρό της, να της ψωνίζω από το Σούπερ Μάρκετ, να της αγοράζω τα φάρμακα, να τη συνοδεύω στο νοσοκομείο…. Μα, αγαπητοί μου, εάν η γιαγιά είχε έναν άνεργο στο σπίτι να είστε σίγουροι πως δε θα χρειαζόταν να καλέσει το «Βοήθεια στο Σπίτι» για να τα κάνει όλα αυτά!!! Ο κάθε παππούς και γιαγιά της υπηρεσίας μας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά άνθρωποι μοναχικοί, συνήθως χωρίς στήριξη από το οικογενειακό περιβάλλον, καμιά φορά, χωρίς δικά τους παιδιά…
Τι να τους απαντήσω, λοιπόν, εάν δεν πληρούν τις νέες προδιαγραφές;
Πώς να τους εξηγήσω ποιος φταίει;
Ξέρουν καλά, όλοι οι αρμόδιοι, γιατί βασίζονται στο φιλότιμό μας, στην ανθρωπιά μας, στην έγνοια μας για εκείνον που χρειάζεται τη φροντίδα μας, πως εμείς, οι εργαζόμενοι, θα «συγκαλύψουμε» το θέμα και θα συνεχίσουμε να εξυπηρετούμε εθελοντικά και εκείνους που δεν πληρούν τα νέα κριτήρια. Ξέρουν καλά, πως υπό το καθεστώς εργασιακής ομηρίας, ο συμβασιούχος λίγες επιλογές έχει, μιας και οι όροι για την ανανέωση των συμβάσεων είναι σαφείς και σχεδόν εκβιαστικοί.
Είναι καιρός, ωστόσο, να μάθουν πως δε θα συνεχίσουμε για πολύ αυτό το παράλογο κυβερνητικό παιχνίδι. Είναι καιρός πια να καταλάβουν, πως πριν από τις αποφάσεις υπάρχει ο διάλογος, η ανταλλαγή απόψεων και ιδεών με τα σωματεία και τους συλλόγους μας.
Ας πάψουν πια να μας αγνοούν, εμάς που γνωρίζουμε το αντικείμενο, που ξέρουμε τα προβλήματα, τις δυσκολίες αλλά και τη χαρά της δουλειάς μας.
Ας πάψουν, επιτέλους, να απαξιώνουν το έργο μας, την Τρίτη ηλικία, τις ευπαθείς ομάδες στο σύνολό τους.
Όλοι εμείς, ηλικιωμένοι, εργαζόμενοι, απλοί πολίτες, αξίζουμε το καλύτερο γιατί παλέψαμε για αυτό.